Κυριακή 14 Οκτωβρίου 2012

Η μπαλάντα του φιλότιμου... από τον Στάθη





Μου ζητούν να πληρώνω τους φόρους μου εκείνοι που προσφέρουν στους φοροφυγάδες νομιμότητα και κοινωνικό κύρος.

Παρά ταύτα πληρώνω τους φόρους μου.

Απ’ το υστέρημά μου, ακόμα και κάνοντας χρέη για να πληρώσω, πληρώνω τους φόρους μου. Κατανοώ όσους συμπολίτες μου δεν μπορούν να πληρώσουν πια, αλλά όσο μπορώ θα τους πληρώνω.

Κι, ως φαίνεται, για αυτό ακριβώς μας προσθέτουν και νέους φόρους. Κάθε είδους.

Έμμεσους και άμεσους. Οθωμανικούς (χαράτσια) κι ευρωπαϊκούς (έκτακτες εισφορές).

Μάλιστα, βρίσκουν τρόπους τις έκτακτες εισφορές να τις κάνουν μόνιμες (όπως το χαράτσι για τα ακίνητα μέσω ΔΕΗ).

Μου βάζουν φόρους κεφαλικούς αυτοί που κλέβουν απ’ τους φόρους μου για την παιδεία ή την υγεία και τους πάνε πεσκέσι στους καναλάρχες και τους λοιπούς προπαγανδιστές των οκτώμισι, αυτούς ακριβώς που σε κατηγορούν ότι εσύ φταις για όλα.

Εσύ φταις που δεν πληρώνουν φόρους οι εφοπλιστές,

εσύ φταις για τις μίζες στην Αμυνα,

εσύ φταις για τις μίζες στη Ζήμενς, εσύ τα έφαγες μαζί με τον κ. Χριστοφοράκο,

εσύ φταις, σου λένε, που μας ψήφισες - ουπς! σε αυτό πρέπει να παραδεχθούμε ότι έχουν ένα δίκιο! Επί πολλά χρόνια ήξερες κι όμως τους ψήφιζες.

Πλην όμως, ο πολίτης δεν δικάζεται για την ψήφο του. Ούτε είναι ο πολίτης αυτό που ψήφισε χθες. Ο πολίτης είναι πάντα αυτό που ψηφίζει κάθε φορά. Δεν υπάρχουν ψηφοφόροι από παρθενογένεση ούτε «καθαροί» ψηφοφόροι εξ ουρανού. Ο πολίτης έχει κάθε δικαίωμα να αλλάζει γνώμη, επιλογή, κόμμα (όπως και να επιμένει στα ίδια). Αυτοί που προσπαθούν να του δημιουργήσουν ενοχή για τις επιλογές του ή τα πεπραγμένα του θέλουν απλώς τη συνενοχή του στα δικά τους κρίματα. Την ενοχική του αδράνεια και την αυτοακύρωσή του.

Οι πολίτες έχουν πολιτικές ευθύνες αλλά δεν λογοδοτούν για αυτές στους πολιτικούς (πόσω μάλλον στα παπαγαλάκια και τα κάθε λογής φερέφωνα). Αντιθέτως οι πολιτικοί για τις πολιτικές τους ευθύνες (πρέπει να) λογοδοτούν στους πολίτες.

Αν κάποιος πολίτης αλλάξει γνώμη και επιλογές, ασκεί το δημοκρατικό του δικαίωμα, αν ένας πολιτικός διαπράξει το ίδιο, πρέπει να δώσει εξηγήσεις, διότι οι έως εκείνη τη στιγμή πράξεις του αφορούσαν το κοινό καλό ή κακό -συνεπώς δεν υπάρχουν κολυμβήθρες του Σιλωάμ για τους πολιτικούς, αλλά υπάρχει μια συνεχής διαδικασία κάθαρσης για τους πολίτες- μια κρήνη όπου κανείς μπορεί «να πλένει τα ανομήματά του κι όχι μόνον την όψη του», να διορθώνει τα λάθη του, αν έχει κάνει, χωρίς άλλο κόστος παρά εκείνο που ο ίδιος αντιλαμβάνεται πως πρέπει να καταβάλει – δεν είναι η πολιτική «δίκη» για τους πολίτες, είναι «δίκη» για τους πολιτικούς.

Τώρα προσπαθούν να σε καθηλώσουν. Εσύ φταις για το φακελάκι του γιατρού, εσύ φταις για το γρηγορόσημο, εσύ φταις για τη «χαμηλή» διαφθορά.

Ε λοιπόν, αν φταις για αυτό (και κάποιοι από μας φταίνε), φταις το ίδιο και για το φιλότιμο του γιατρού, φταις το ίδιο και για τον καθηγητή που βοηθάει τα παιδιά με σθένος κι αίσθημα τιμής, φταις και για τον δημόσιο υπάλληλο που κάνει καλά τη δουλειά του, φταις για τον στρατιωτικό που κρατάει άμυνα, διότι

όλοι αυτοί που κάνουν το καθήκον τους σε σένα απευθύνονται, σε σένα προσφέρει ο γιατρός το φιλότιμό του, ο καθηγητής τον κόπο του, ο υπάλληλος τη γνώση του, ο στρατιωτικός την αγρύπνια του,

επιτέλους! το φιλότιμο του ενός προσφέρεται στο φιλότιμο του άλλου.

Ένα φαινόμενο που θάλλει ανάμεσα στους εργαζόμενους, στις εργατικές τάξεις, τους βιοπαλαιστές και τους επιχειρηματίες που πάνε με τον σταυρό στο χέρι - δηλαδή με τον νόμο. Δεν ακμάζει (δεν υπάρχει καν) αυτό το φαινόμενο ούτε ανάμεσα στους τοκογλύφους, ούτε ανάμεσα στα λαμόγια, τους αεριτζήδες, τα τραστ, τους κομματικούς καρεκλοκένταυρους και το υπηρετικό τους προσωπικό,
τα παπαγαλάκια της Διαπλοκής και της Διαφθοράς, τους τρομοκράτες των οκτώμισι, τους «τιμητές» της δεκάρας.

Δουλεύω σαν σκύλος και μου κόβουν τον μισθό, την ασφάλιση, τη σύνταξη, σπουδάζω και μένω άνεργος ή δουλεύω για ψίχουλα, βαριά η μελαγχολία της δυσπραγίας μας πλημμυρίζει τα σπίτια μας.

Και μου λένε πως φταίω εγώ ο κλεφτοκοτάς (ή όχι) που μπήκαν οι αλεπούδες στο κοτέτσι. Και φέρνουν τώρα λύκους να τις διώξουν, κι αύριο λιοντάρια να διώξουν τους λύκους - δεν θα έχουν τέλος τα πακέτα και τα «μέτρα».

Ώσπου να επιτευχθεί ο στόχος. Να σκλαβωθείς. Και σκλάβος μένει μόνον όποιος νομίζει ότι η σκλαβιά του αξίζει, ότι φταίει ο ίδιος για αυτήν.

Χρόνια τώρα αυτή είναι η δουλειά της κυρίαρχης προπαγάνδας: να μας κάνουν ενοχικούς. Και να μας στρέφουν τον έναν εναντίον του άλλου.

Τώρα που το σύστημα τρίζει, σε αυτήν την προπαγάνδα της Διαπλοκής προσθέτει τις δυνάμεις της και η Χρυσή Αυγή βρίζοντας τους πάντες, τους αριστερούς, τους ομοφυλόφιλους, τις γυναίκες (αυτές τις δέρνει κιόλας), τους εβραίους, τους μουσουλμάνους, τους πάντες, δηλητηριάζοντας τον έναν εναντίον του άλλου, εφαρμόζοντας χάριν της άρχουσας τάξης αυτό που αυτή η τάξη ποθεί περισσότερο διότι το θεωρεί ασφαλέστατο: το διαίρει και βασίλευε.

Ε λοιπόν, η ταπεινότης μου είναι με το φιλότιμο του γιατρού κι όχι με το δηλητήριο του φερέφωνου ή το μίσος του φασίστα. Προσδοκώ στην πολιτική συμπεριφορά των ανθρώπων κι όχι στον αταβισμό των θηρίων.

Είμαι με το φιλότιμο, την αλληλεγγύη και την ελπίδα, όχι με την κατεργαριά, τον ατομικισμό και τα πογκρόμ.

Σήμερα το φιλότιμο διαδηλώνει στους δρόμους, η εργασία και ο πολιτισμός της εργασίας - το πιο ευγενικό δημοκρατικό καρκατσουλιό σήμερα μάχεται, όπως μάχεται υπό κλίμακα κάθε μέρα, όπως θα μάχεται και αύριο, ώσπου ανάγκη άλλης μάχης να μην υπάρχει και εορταστικός σαν Κυριακή να κυλάει ο βίος μας, ο βίος του ανθρώπου δημιουργού.

«Όνειρα» θα μου πεις! Xωρίς τα όνειρα, σκοτάδι του Αδη, θα αντιλέξω και, σύντροφέ μου, θα προσθέσω: όχι μόνον όνειρα, αλλά στόχοι. Πολιτικοί στόχοι. Εφικτοί. Ούτε η ισονομία είναι ουτοπία, ούτε η απελευθέρωση των ανθρώπων! Η ελευθερία είναι ανάγκη...

stathis@enikos.gr


Δευτέρα 8 Οκτωβρίου 2012

Ο Πλάτωνας, ο Γκράμσι και εμείς


Δε θεωρώ τον εαυτό μου ρατσιστή και μισαλλόδοξο, όχι σε θέματα φυλής, φύλου, ηλικίας, θρησκείας, καταγωγής, τάξης κλπ. Με τρομάζει όμως η αντίδρασή μου απέναντι στη βλακεία, την αμορφωσιά, την αδιαφορία….

Στις προηγούμενες εκλογές υπήρχαν συνθήματα του τύπου «κρύψτε τις ταυτότητες απ’ τους παππούδες και τις γιαγιάδες να μην πάνε να ψηφίσουν». Πόσο απέχει αυτό από την άποψη του Πλάτωνα ότι η δημοκρατία είναι ένα σαθρό σύστημα, που βασίζεται στα καπρίτσια ενός απαίδευτου όχλου, που ακολουθεί τον όποιο δημαγωγό θα του χαϊδέψει τα αυτιά και θα του τάξει ευημερία;

Ο Πλάτων δοκίμασε τη θεωρία του, του φιλοσόφου ηγεμόνα, στις Συρακούσες, ως μέντορας του Διονυσίου του Β’ και απέτυχε να τον οδηγήσει στο δρόμο της αρετής, παρ’ όλο που ο νεαρός Τύραννος λάτρευε το Δάσκαλό του.

Βέβαια, έχει τα δίκια του ο Πλάτωνας, η δημοκρατία είναι τόσο ιδανική ως πολίτευμα όσο ιδανικοί είναι οι άνθρωποι ως πολίτες. Ένα ιδανικό εκπαιδευτικό σύστημα είναι τόσο ιδανικό όσο οι δάσκαλοι που θα το εφαρμόσουν. Όλα γυρνάνε στον άνθρωπο.

Κι εκεί είναι που ελλοχεύει ο ρατσισμός για τους μη ρατσιστές. Είναι εύκολο να αναπτύξεις ένα ρατσισμό απέναντι σ’ αυτούς τους συμπολίτες σου. Να αισθανθείς ανώτερος. Να αισθανθείς ότι απειλείσαι από αυτούς. Σκέφτεσαι ότι κάνουν τον τόπο όπου ζεις σαν τα μούτρα τους. Ότι η αμορφωσιά τους είναι επικίνδυνη. Ότι ψηφίζουν. Κι ότι δεν έχεις τρόπο να αμυνθείς διότι, ακόμα κι αν υπήρχε τρόπος να τους μάθεις το σωστό, θα έπρεπε πρώτα να θελήσουν να το μάθουν. Και δε θέλουν. Είναι απόλυτα πεπεισμένοι ότι μια χαρά κάνουν αυτά που κάνουν (και ψηφίζουν).

Γράφει ο Αντόνιο Γκράμσι:

«Είμαι ενταγμένος, ζω, νιώθω ότι στις συνειδήσεις του χώρου μου ήδη πάλλεται η δραστηριότητα της μελλοντικής πόλης, που ο χώρος μου χτίζει. Και μέσα σ' αυτήν την πόλη η κοινωνική αλυσίδα δεν βαραίνει τους λίγους, μέσα σ' αυτήν κάθε συμβάν δεν οφείλεται στην τύχη, στη μοίρα, μα είναι ευφυές έργο των πολιτών. Δεν υπάρχει μέσα σ' αυτήν κανείς που να στέκεται να κοιτάζει από το παράθυρο ενώ οι λίγοι θυσιάζονται, κόβουν τις φλέβες τους. Ζω, είμαι ενταγμένος. Γι' αυτό μισώ αυτούς που δεν συμμετέχουν, μισώ τους αδιάφορους.

Μισώ τους αδιάφορους και γι' αυτό: γιατί με ενοχλεί το κλαψούρισμά τους, κλαψούρισμα αιωνίων αθώων. Ζητώ να μου δώσει λογαριασμό ο καθένας απ' αυτούς με ποιον τρόπο έφερε σε πέρας το καθήκον που του έθεσε και του θέτει καθημερινά η ζωή, γι' αυτό που έκανε και ειδικά γι' αυτό που δεν έκανε. Και νιώθω ότι μπορώ να είμαι αδυσώπητος, ότι δεν μπορώ να χαλαλίσω τον οίκτο μου, ότι δεν μπορώ να μοιραστώ μαζί τους τα δάκρυά μου.»

Δε μπορώ να πως ότι δεν έχω νιώσει την οργή που νιώθει ο Γκράμσι. Όμως που οδηγεί αυτή η θέση;

Έχουμε τους αδιάφορους και όσους νοιάζονται. Έχουμε αυτούς που νοιάζονται και κάτι κάνουν κι αυτούς που νοιάζονται μεν, αλλά δεν κάνουν παρά κριτική στους πάντες και τα πάντα - ενδεχομένως και αυτοκριτική. Κι αν θέλουμε το χωρίζουμε κι άλλο: Αυτοί που νοιάζονται και κάτι κάνουν, πόσο σημαντικό ή ανατρεπτικό είναι αυτό που κάνουν; Κάπως έτσι ξεσκαρτάρουμε από τους αγώνες το ΚΚΕ ή το ΣΥΡΙΖΑ ή τους ΟΙΚΟΛΟΓΟΥΣ ή το φίλο μας το Μήτσο που το παίζει ακτιβιστής…

Όμως, όταν είσαι μια μικρή ομάδα, μια ελίτ «ενταγμένων», συνειδητοποιημένων πολιτών, τι μπορείς να κάνεις για να αλλάξεις αυτούς που περιφρονείς; Την «άβουλη, άμυαλη μάζα» πως την κινητοποιείς; Να την αγνοήσεις δε γίνεται! Το «σύστημα» επιλέγει να την καθοδηγεί, να την ελέγχει. Αν δε βρούμε έναν διαφορετικό τρόπο, χωρίς περιφρόνηση και μίσος, σε τι διαφέρουμε από την ολιγαρχία που αντιπαλεύουμε; Ποιος μπορεί να είναι τελικά αυτός ο τρόπος και γιατί δεν τον έχουμε βρει τόσον καιρό;

Μια και δεν έχω απαντήσεις που να κάνουν για όλους και το βρίσκω άτοπο να περιγράφω τους προσωπικούς μου πειραματισμούς, περιορίζομαι να θέτω τα ερωτήματα και να μιλώ γενικόλογα. Ίσως κάποιος καλύτερος νους από το δικό μου να έχει την απάντηση. Στο μεταξύ προσπαθώ με το μόνο μέσο που κατέχω: την επικοινωνία. Μιλάω με όλους, ακούω προσεχτικά και ψάχνω να βρω τη διασταύρωση που εγώ έστριψα από δω κι ο συνομιλητής μου από κει.

Μέσα στην «άβουλη, άμυαλη μάζα», υπάρχουν εξαιρετικά ευφυείς, απελπισμένοι άνθρωποι, που δε βρίσκουν νόημα σε μια πορεία ή στα υπάρχοντα κόμματα ή στο συνδικαλισμό.

Νιώθουν μόνοι έχοντας αποδεχτεί ότι δεν υπάρχει σωτήρας, ούτε στο πρόσωπο ενός φωτισμένου ηγέτη ούτε σε κάποια από τις υπάρχουσες συλλογικότητες. «Τίποτα δε θα γίνει. Ποιος θα το κάνει; Όπως δεν το κάνω εγώ δεν το κάνει και κανείς άλλος.»



Πως θα βρουν ελπίδα και κίνητρο οι αδιάφοροι; Ποιο όραμα μπορεί να τους εμπνεύσει; Πως περνάμε από το ατομικό στο συλλογικό; Πως θα συνενοηθούν μεταξύ τους οι "ενταγμένοι", οι διάφορες συλλογικότητες;

Καθώς η Ελλάδα μετατρέπεται με γοργούς ρυθμούς σε μια αφόρητη δυστοπία, ερωτήματα σαν τα παραπάνω χρειάζεται να απαντηθούν επειγόντως. Διότι με το μίσος για τους αδιάφορους δε βλέπω να πηγαίνουμε στην ευτοπία. Δε βλέπω καν να μπορούμε να αντισταθούμε.





Τρίτη 24 Ιουλίου 2012

Ζωή εδώ και τώρα

Λίγες μέρες μετά την προηγούμενη ανάρτησή μου διάβασα στο tvxs τη συνέντευξη του Χρόνη Μίσσιου, 80 χρονών σήμερα. Διαβάστε την κι εσείς αν δεν την έχετε διαβάσει ήδη.

http://tvxs.gr/news/egrapsan-eipan/xronis-missios-h-koinonia-deixnei-na-exei-pathei-egkefaliko

http://tvxs.gr/news/egrapsan-eipan/xronis-missios-einai-epitaktiki-i-anagki-tis-synergasias

Πρόσφατα διάβασα κι ένα εξαιρετικό βιβλίο με θέμα «Φιλοσοφικές Διαμάχες», του Ανρί Μπεν Λεβί, Εκδόσεις Κέδρος. Πολύ ενδιαφέρουσα είναι επίσης η συνέντευξη στο tvxs του Δημήτρη Αποστολάκη

http://tvxs.gr/news/egrapsan-eipan/xainis-dimitris-apostolakis-prepei-na-kamome-mia-palikaria-enilikiosis

Υπάρχουν κι άλλα κείμενα, αλλά ας μείνουμε σ’ αυτά. Τι κοινό έχουν αυτές οι αναφορές που σας παρέθεσα;

Την ευθύνη να αλλάξεις τον κόσμο αλλάζοντας πρώτα τον εαυτό σου. Όχι μέσα από την πολιτική που έχει καταντήσει στην καλύτερη μορφή της πολιτικολογία (στη χειρότερη είναι απλά η διεκπεραίωση των εντολών του συστήματος), αλλά μέσα από τη δράση, μέσα από το βίωμα, τη ζωή.

Λέει κάπου αυτός ο υπέροχος ογδοντάχρονος:
«Οι άνθρωποι δεν προλαβαίνουν να σκεφτούνε, δυστυχώς, να καταλάβουν, τι σημαίνει ζωή. Τρέχουν, τρέχουν, τρέχουν, κι όταν φτάνει το ηλιοβασίλεμα, αντί να κλαίνε γιατί πέρασε άλλη μια μέρα, και συνεπώς άλλο ένα βήμα προς το θάνατο, χαίρονται. Χαίρονται! Γιατί η μέρα τους ήταν φορτωμένη με οδύνη, με άγχος, με κυνηγητό, με προβλήματα, με όλα αυτά.»

Αυτό με άγγιξε πολύ βαθιά γιατί ακριβώς έτσι το είδα να συμβαίνει σ’ ένα πολύ αγαπητό μου πρόσωπο. Πριν μπει στη μισθωτή εργασία μελαγχολούσε το σούρουπο χωρίς να ξέρει γιατί. Το έλεγε «η μελαγχολία του δειλινού» κι έπαιζε μουσική για να αποφορτιστεί. Τώρα, εργαζόμενος, σύζυγος και πατέρας νιώθει ανακούφιση που τελειώνει η μέρα με τις απαιτήσεις της και θα ξεκουραστεί. Ευτυχώς η ξεκούρασή του παραμένει η μουσική….

Ομολογώ με περηφάνια ότι είμαι ρομαντική. Είμαι όμως και ορθολογίστρια. Δε θα σας πω ότι οι παππούδες μας οι αγρότες ζούσαν καλύτερα δουλεύοντας όλη μέρα στα χωράφια, όσο για τη ζωή των γιαγιάδων μας ήταν ακόμα πιο σκληρή. Δε θα μιλήσω για ευτυχία, η ευτυχία είναι ένα βραχύβιο φως που θ’ ανάψει ακόμα και στην πιο σκοτεινή ζωή, έστω κάποιες λιγοστές φορές.

Θα μιλήσω για ένα άλλο συναίσθημα που δεν ξέρω να ονοματίσω με μια λέξη, την αίσθηση ότι ζεις καλά και με νόημα, ότι υπάρχει μια συνέχεια σ’ αυτά που κάνεις, την αίσθηση ότι η ζωή σου είναι ένα δέντρο που αναπτύσσεται, ανθοφορεί, δένει καρπούς κι αφήνει σπόρους.

Αυτό είναι που έχουμε χάσει οι περισσότεροι εκτός από εκείνους τους λίγους, σαν το Χρόνη Μίσσιο που ήξερε που έταξε τη ζωή του ή σαν τη μάνα μου, την άσημη μάνα μου, που από νωρίς κατάλαβε πως, στη ζωή, άλλοι κρατάνε το πανέρι με τα κουλούρια κι άλλοι τα τρώνε και το κράτησε γερά αυτό το πανέρι….

Δεν ξέρω πολλούς ανθρώπους που η ζωή τους φόρτωσε με τόσα βάσανα, που δούλεψαν σκληρά από τα νηπιακά τους χρόνια ως τα γεράματα κι όχι μόνο δε βαρυγκόμησαν, αλλά χάρηκαν και την παραμικρή γλυκιά σταγόνα ανάμεσα στα πικρά ποτήρια.

Δεν της μοιάζω. Η δική μου ζωή μού προσφέρει πολύ περισσότερες χαρές, θεωρώ τον εαυτό μου ευλογημένο από την τύχη, αλλά μου λείπει αυτή η αίσθηση που λέγαμε πριν.

Είναι κι εκείνο το άλλο, που έλεγε ο Καζαντζάκης αυτοκρινόμενος, για τους «καλαμαράδες». Ο Ζορμπάς ζούσε τη ζωή κι ο Καζαντζάκης απλώς την κατέγραφε. Εγώ ούτε καν είμαι καλή στην καταγραφή, στο μυαλό μου ζουν ιδέες και θεωρίες, λίγα είναι τα πεπραγμένα.

Δικαιολογίες πολλές, φυσικά, όλοι έχουμε. Οι άλλοι μας δεσμεύουν. Οι υποχρεώσεις μας. Το σύστημα. Αρκούμαστε στα ελάχιστα που καταφέρνουμε για να αποδείξουμε ότι δεν είμαστε ολότελα ισοπεδωμένοι από τον οδοστρωτήρα της ρουτίνας. Όμως τελικά μόνο όταν κάνεις αυτό που θέλεις κι όχι αυτό που πρέπει η ζωή έχει ουσία. Όταν πάρεις το ρίσκο να ζήσεις κι όχι να επιβιώνεις.


Υπάρχει ζωή πριν το θάνατο; αναρωτιέται ο Γούντι Άλλεν. Πολλές φορές έχω σκεφτεί το ερώτημα με την άλλη του διατύπωση : τι είδους ζωή πρέπει να ζεις για να νιώθεις ότι ζεις; Γιατί έχουμε τόσες αυτοκτονίες;


Πόσο σημαντικά είναι τα λεφτά κατ’ αρχήν; Καταλήγω ότι είναι εξαιρετικά σημαντικά σε μια κοινωνία χωρίς αλληλεγγύη, όπου κανείς δε θα σου δώσει απ’ τα δικά του για να φας, να ντυθείς, να πας στο γιατρό, να ζεσταθείς το χειμώνα, να πληρώσεις το νοίκι για να μη βγεις στο δρόμο, να ταΐσεις το μωρό σου…… Είναι πολύ εύκολο όταν τα έχεις δεδομένα όλα αυτά να κατακρίνεις αυτόν που αυτοκτονεί.

Αρκετοί άνθρωποι πεθαίνουν από φτώχεια. Υποσιτισμός, έλλειψη φαρμάκων, έλλειψη στέγης και θέρμανσης, ένα –ένα κι όλα μαζί μπορούν να αποτελέσουν αιτίες θανάτου. Δεν έχει μια λογική να συντομεύσεις τη διαδικασία; Αν και κυρίως το συναίσθημα έχει να κάνει κι όχι η λογική. Η μοναξιά, η ήττα, ο φόβος, η κατάθλιψη.

Ακόμα και ο θυμός. Η αυτοκτονία ως πράξη διαμαρτυρίας, ως πράξη πολιτική, ως έσχατη πράξη ελευθερίας, η ελευθερία να επιλέξεις τον τόπο, το χρόνο και τον τρόπο του θανάτου σου. Να του δώσεις ένα νόημα αφού δεν βρίσκεις νόημα στη ζωή.

Η αυτοκτονία επίσης ως απόλυτα εγωιστική πράξη, πράξη «εγώ φεύγω, βγάλτε τα πέρα μόνοι σας, δεν αντέχω την ευθύνη να ζήσω και να παλέψω ούτε καν για μένα, πόσο μάλλον και για σας».

Δεν κρίνω αυτούς που αυτοκτονούν. Δε νιώθω ότι έχω το δικαίωμα, όσο και να διαφωνώ με την αυτοκτονία ως «διέξοδο» ή ως «μήνυμα» ή όπως αλλιώς. Κρίνω όμως τις επιλογές που είχαν οι αυτόχειρες, τις επιλογές που τους δίνει η κοινωνία μας, στην Ελλάδα του 2012, τρία σχεδόν χρόνια μετά που διαγνωστήκαμε ως χώρα με οικονομική, ηθική, πολιτική και πολιτισμική κρίση.

Οι τελευταίες εκλογές αποτύπωσαν μια δεξιότατη στροφή της κοινωνίας και δεν έφταιγε μόνο το ότι πολλοί ενέδωσαν στην τρομοκρατία και τον εκβιασμό των δανειστών μας. Για να διεκδικήσεις μια καλύτερη ζωή πρέπει πρώτα να την φανταστείς. Για να ζητήσεις κάτι πρέπει να ξέρεις ότι σου λείπει. Όταν έχεις πειστεί ότι αυτό που σου λείπει είναι χρήμα, ότι το χρήμα θα τα διορθώσει όλα, δεν μπορείς παρά να ψηφίσεις «δεξιά».

Δεν αλλάξαμε λοιπόν μέσα σ’ αυτά τα χρόνια. Φτωχύναμε. Χάσαμε την ξενοιασιά μας. Γίναμε ανασφαλείς. Θλιμμένοι. Κάποιοι από μας έμαθαν να μισούν. Τους δημοσίους υπαλλήλους, τους πολιτικούς, τους φοροφυγάδες πλούσιους, τους μετανάστες. Δεν έχει σημασία ποιούς. Το μίσος σε καταναλώνει, δε σου δίνει διέξοδο στη ζωή. Αντί να βρούμε αυτά που έχουμε κοινά βρίσκουμε όλο και περισσότερες διαχωριστικές γραμμές, ένας άνθρωπος μια πραγματικότητα, κοινός τόπος μόνο η οργή και η πίκρα μπροστά στο δεδομένο ότι δεν αλλάζουν τα πράγματα. Τίποτα δε θα αλλάξει αν δεν αλλάξουμε εμείς.


Η ευτοπία που ονειρευόμαστε είναι ακριβώς αυτό, ένα όνειρο που μπορούμε να πραγματώσουμε αν το βλέπουμε όλοι ταυτόχρονα. Πολλοί από μας βλέπουμε το σκουλήκι μέσα στο τραγανό κόκκινο μήλο του παγκοσμιοποιημένου δυτικού πολιτισμού. Ο καθένας όμως ονειρεύεται άλλο φρούτο στη θέση του.

Υπάρχει η άποψη ότι ο άνθρωπος δεν είναι παρά ένα θηρίο που καταπιέζει τα εγωιστικά του ένστικτα και παρορμήσεις μόνο επειδή φοβάται το μαστίγιο ή λαχταράει κάποιο καρότο και που και που αφήνει το θηρίο να εκφραστεί. Η ανθρώπινη ιστορία και η ψυχολογία δεν προσφέρουν πολλά επιχειρήματα ενάντια σ’ αυτήν την άποψη. Υπάρχει όμως εξέλιξη.

Ποτέ πριν την αστική επανάσταση δεν υπήρχε αυτό που λέμε κοινωνική πρόνοια, ισονομία, ίσες ευκαιρίες κι όλα αυτά τα δημοκρατικά που διαβάζουμε στο Σύνταγμα και δε βλέπουμε στην πράξη παρά τον παραμορφωμένο ίσκιο τους. Πόλεμος κι εκμετάλλευση υπήρχαν πάντοτε και συνεχίζουν να υπάρχουν, όμως κάναμε έστω ένα μικρό βήμα μπροστά. Μπορούμε να κάνουμε και το επόμενο βήμα αν καταφέρουμε να συμφωνήσουμε, να ενωθούμε όσοι αναζητούμε την ευτοπία. Αν αλλάξουμε πρώτα εμείς.





Αλλιώς όλη αυτή η οργή και η πίκρα και η αγανάκτηση και το μίσος θα φέρουν μια νέα Χούντα στην Ελλάδα φοβάμαι. Έναν «εθνοσωτήρα» τύπου Μιχαλολιάκου που θα υποσχεθεί προστασία από τους κακούς μετανάστες, δίωξη και τιμωρία των διεφθαρμένων πολιτικών, στήριξη των αδυνάτων και εθνική υπερηφάνεια…….




Πιστεύω στον άνθρωπο. Στον άνθρωπο δημιουργό. Έχω αποδείξεις κι όχι τυφλή πίστη. Έχω τα βιβλία του, τη μουσική του, τις ζωγραφιές και τα αρχιτεκτονήματά του. Τα επιστημονικά του επιτεύγματα. Το χορό και τη μαγειρική. Την αυτοθυσία και την προσφορά χωρίς αντάλλαγμα.

Πιστεύω ότι ο άνθρωπος καταστροφέας είναι ένας λειψός άνθρωπος που δεν μπορεί να απολαύσει και να μοιραστεί με άλλους την απόλαυση, γι’ αυτό καταστρέφει.

Πιστεύω ότι μέσα στον καθένα μας υπάρχει ο δημιουργός κι ο καταστροφέας, όχι ο θεός και ο διάβολος της θρησκείας, απλά δυο αντίρροπες δυνάμεις που ενισχύονται από τα πεδία γύρω μας, θετικά κι αρνητικά πεδία, που δημιουργούν οι άλλοι άνθρωποι. Κάθε φορτισμένος θετικά ή αρνητικά άνθρωπος επηρεάζει τους γύρω του κι αυτό είναι μια δυναμική κατάσταση μέσα στο χρόνο. Ο καθένας μας περνάει στιγμές ουδέτερες, θετικές κι αρνητικές μέσα στη μέρα κι ολόκληρες εποχές στη ζωή του.

Κι εκτός από τους ανθρώπους υπάρχουν και άβιες οντότητες που έχουν το δικό τους πεδίο. Ένα βιβλίο μπορεί να είναι θετικά ή αρνητικά φορτισμένο ή ουδέτερο. Ένα τοπίο. Μια είδηση. Ένα δείπνο.




Ας αναζητήσουμε τη δημιουργία μέσα μας και γύρω μας. Στην καθημερινότητά μας, τη δουλειά μας, την ανεργία μας, τις σχέσεις μας, τα ερεθίσματά μας. Δεν έχει σχέση με κάποια μεταφυσική ανταμοιβή ή τιμωρία, αλλά με την επιβίωση και τη ζωή, εδώ και τώρα.


Τετάρτη 13 Ιουνίου 2012

Ν' ΑΓΑΠΑΣ ΤΗΝ ΕΥΘΥΝΗ



Καιρός πολύς κύλησε, γεμάτος γεγονότα, κι αφορμές για μια ανάρτηση αλλά αιτία δεν μπορούσα να βρω… Όχι τυχαία, η τελευταία ανάρτηση ήταν μια αναδημοσίευση διότι, συνειδητοποίησα, ό,τι είχα να πω είχε ήδη ειπωθεί και μάλιστα είχε ήδη διατυπωθεί εξαιρετικά από άλλους. Με λίγα λόγια δεν είχα κάτι να συνεισφέρω στον ωκεανό των κειμένων του διαδικτύου, άσε που ήμουν πολύ απασχολημένη διαβάζοντας.

Και κάνοντας αυτοκριτική. Και νιώθοντας ενοχές. Διότι τον ενστερνίστηκα τον άτιμο τον Καζαντζάκη:

«Ν' αγαπάς την ευθύνη. Να λες : Εγώ, εγώ μονάχος μου θα σώσω τον κόσμο. Αν χαθεί, εγώ θα φταίω».

Να ζεις σαν μικροαστός και να σκέφτεσαι σαν επαναστάτης (δηλαδή να θεωρείς ότι το σύστημα δεν παίρνει επισκευή αλλά ανατροπή) είναι ένα κάποιο είδος σχιζοφρένειας….. Δύο πράγματα σε σώζουν:
α] η επίγνωση. Γνωρίζεις την πάθησή σου και ελέγχεις τον εαυτό σου (όσο μπορείς)
β] το μοίρασμα, η έκφραση, η επικοινωνία.
Αυτή η ανάρτηση είναι συνδυασμός των δύο.

Ζούμε σε ένα κόσμο ισοπεδωτικό, έναν κόσμο που συνδυάζει τη δυστοπία που οραματίστηκε ο Τζώρτζ Όργουελ με αυτή που οραματίστηκε ο Άλντους Χάξλευ. Στο 1984 του Όργουελ, οι άνθρωποι ελέγχονται από το Μεγάλο Αδερφό που λογοκρίνει τα πάντα, ελέγχει τα πάντα, αστυνομεύει, καταπιέζει και κυβερνά μέσω του φόβου και του πόνου. Στο Θαυμαστό Καινούργιο Κόσμο του Χάξλευ, η αλήθεια δεν αποκρύπτεται αλλά πνίγεται μέσα σε ένα τσουνάμι άσχετης πληροφορίας και ένα όργιο κατανάλωσης και παράδοσης σε ευχάριστες ενασχολήσεις χωρίς νόημα. Τα ελληνικά (και όχι μόνο!) ΜΜΕ παίζουν και στα δυο ταμπλώ.

Επί χρόνια η μηχανή προπαγάνδας της εξουσίας μας παρουσίαζε ως πραγματικότητα έναν κόσμο ευκαιριών για πλουτισμό και άνετη ζωή και μας ωθούσε να θέσουμε ως στόχο μια ζωή όπου έχεις χρήμα να καταναλώνεις. Τώρα κυριαρχεί ο εκβιασμός της χρεοκοπίας, της φτώχειας, της πείνας, παρέα με τον εξευτελισμό. Αν δεν υποταχθούμε θα χρεοκοπήσουμε.

Το ότι αν υποταχθούμε επίσης θα χρεοκοπήσουμε δεν το λένε αλλά απ’ ότι έδειξαν οι εκλογές αρκετοί έλληνες το έχουν καταλάβει.





Ανεξάρτητα από το συναίσθημά μας έχουμε πρακτικά προβλήματα να λύσουμε. Η επιβίωση είναι πρακτικό πρόβλημα, όπως και να το κάνουμε.

Δανείζομαι ένα ρητό:

«Κανένας δεν μπορεί να αγνοήσει έναν αποφασισμένο λαό, αλλά όλοι μπορούν να ποδοπατήσουν έναν τρομοκρατημένο λαό»

Το θέμα είναι πόσο αποφασισμένος είναι ο ελληνικός λαός. Ένα μεγάλο τμήμα του έχει ήδη χρεοκοπήσει ή βρίσκεται στο χείλος της χρεοκοπίας. Οι κατέχοντες χρήμα και δύναμη ουδέποτε έδωσαν δείγματα πατριωτισμού. Η μεσαία τάξη έχει υποστεί τέτοια οικονομική καθίζηση που φέτος θα πρέπει να επιλέξει ή να μην πληρώσει φόρους ή να μην πληρώσει το δάνειο ή να μην έχει να ζήσει κάποιους μήνες.

Τι θα ψηφίσει λοιπόν αυτός ο λαός είναι ένα ζήτημα και το πώς θα οδηγηθεί σε μια επιλογή είναι το μόνο ζήτημα άξιο να ασχοληθεί κανείς. Το βέβαιο είναι ότι ελάχιστοι από μας αναζητούμε σωστή ενημέρωση και έχουμε μια εικόνα της πραγματικότητας και των ενδεχόμενων που προκύπτουν από τη μία ή την άλλη επιλογή. Και φυσικά δεν είναι απαραίτητο ότι συμφωνούμε…..

Από την άλλη κανένα από τα υποψήφια κόμματα που έχουν πιθανότητα να αναλάβουν τη διακυβέρνηση δεν έχει πείσει τους ψηφοφόρους ότι ξέρει τι να κάνει για να μας βγάλει κάποια στιγμή από το βαθύ λάκκο που έχουμε πέσει.

Δεν υπάρχουν εύκολες λύσεις. Δεν υπάρχουν γρήγορες λύσεις. Έχουμε χρεοκοπήσει ήδη. Δεν υπάρχει εθνοσωτήρας ούτε από μηχανής θεός να μας γυρίσει μαγικά στις «καλές εποχές» εκτός κι αν τον κατασκευάσουμε μόνοι μας.

Στο μεταξύ κάποιοι άνθρωποι στην κυριολεξία πεθαίνουν από φτώχεια και δεν εννοώ τους αυτόχειρες που πολλαπλασιάζονται…. Το ασφαλιστικό σύστημα έχει καταρρεύσει, είμαστε όλοι ανασφάλιστοι, αλλά κάποιοι έχουν –ακόμη- λεφτά να αγοράσουν φάρμακα και κάποιοι όχι. Κάποιοι έχουν να φάνε και κάποιοι τρώνε στα συσσίτια. Κάποια παιδιά παίρνουν κολατσιό ή χαρτζιλίκι και κάποια όχι….

Τα δίκτυα αλληλεγγύης αναπτύσσονται αλλά όχι με την ταχύτητα που απαιτούν οι καιροί. Το ίδιο και η συνειδητοποίηση ότι για να αλλάξει η Ελλάδα πρέπει να αλλάξουμε πρώτα εμείς.

«Ν' αγαπάς την ευθύνη. Να λες « Εγώ, εγώ μονάχος μου θα σώσω τον κόσμο. Αν χαθεί, εγώ θα φταίω».

Δεν ξέρω πόσο αλτρουιστικά το έβλεπε ο Καζαντζάκης, αλλά, όπως έχει αποδείξει η φυσική επιλογή, ο αλτρουισμός δεν είναι παρά μια συμπεριφορά που εξασφαλίζει την επιβίωση του είδους. Ο οικολόγος που νοιάζεται για τον πλανήτη δεν νοιάζεται γενικά για τον πλανήτη αλλά για εκείνη την κατάσταση του πλανήτη που επιτρέπει την επιβίωση της ανθρωπότητας. Το πώς είναι ο κόσμος γύρω μας καθορίζει τη ζωή μας. Πρέπει να σώσουμε τον κόσμο για να σώσουμε τον εαυτούλη μας ή τους απογόνους μας.

Πως; «Ο σωστός δρόμος είναι ο ανήφορος», λέει ο Καζαντζάκης. Ο καθένας μας ξέρει ποιος είναι ο δικός του ανήφορος. Όλοι όμως οδηγούν στην κορυφή.