Δευτέρα 8 Οκτωβρίου 2012

Ο Πλάτωνας, ο Γκράμσι και εμείς


Δε θεωρώ τον εαυτό μου ρατσιστή και μισαλλόδοξο, όχι σε θέματα φυλής, φύλου, ηλικίας, θρησκείας, καταγωγής, τάξης κλπ. Με τρομάζει όμως η αντίδρασή μου απέναντι στη βλακεία, την αμορφωσιά, την αδιαφορία….

Στις προηγούμενες εκλογές υπήρχαν συνθήματα του τύπου «κρύψτε τις ταυτότητες απ’ τους παππούδες και τις γιαγιάδες να μην πάνε να ψηφίσουν». Πόσο απέχει αυτό από την άποψη του Πλάτωνα ότι η δημοκρατία είναι ένα σαθρό σύστημα, που βασίζεται στα καπρίτσια ενός απαίδευτου όχλου, που ακολουθεί τον όποιο δημαγωγό θα του χαϊδέψει τα αυτιά και θα του τάξει ευημερία;

Ο Πλάτων δοκίμασε τη θεωρία του, του φιλοσόφου ηγεμόνα, στις Συρακούσες, ως μέντορας του Διονυσίου του Β’ και απέτυχε να τον οδηγήσει στο δρόμο της αρετής, παρ’ όλο που ο νεαρός Τύραννος λάτρευε το Δάσκαλό του.

Βέβαια, έχει τα δίκια του ο Πλάτωνας, η δημοκρατία είναι τόσο ιδανική ως πολίτευμα όσο ιδανικοί είναι οι άνθρωποι ως πολίτες. Ένα ιδανικό εκπαιδευτικό σύστημα είναι τόσο ιδανικό όσο οι δάσκαλοι που θα το εφαρμόσουν. Όλα γυρνάνε στον άνθρωπο.

Κι εκεί είναι που ελλοχεύει ο ρατσισμός για τους μη ρατσιστές. Είναι εύκολο να αναπτύξεις ένα ρατσισμό απέναντι σ’ αυτούς τους συμπολίτες σου. Να αισθανθείς ανώτερος. Να αισθανθείς ότι απειλείσαι από αυτούς. Σκέφτεσαι ότι κάνουν τον τόπο όπου ζεις σαν τα μούτρα τους. Ότι η αμορφωσιά τους είναι επικίνδυνη. Ότι ψηφίζουν. Κι ότι δεν έχεις τρόπο να αμυνθείς διότι, ακόμα κι αν υπήρχε τρόπος να τους μάθεις το σωστό, θα έπρεπε πρώτα να θελήσουν να το μάθουν. Και δε θέλουν. Είναι απόλυτα πεπεισμένοι ότι μια χαρά κάνουν αυτά που κάνουν (και ψηφίζουν).

Γράφει ο Αντόνιο Γκράμσι:

«Είμαι ενταγμένος, ζω, νιώθω ότι στις συνειδήσεις του χώρου μου ήδη πάλλεται η δραστηριότητα της μελλοντικής πόλης, που ο χώρος μου χτίζει. Και μέσα σ' αυτήν την πόλη η κοινωνική αλυσίδα δεν βαραίνει τους λίγους, μέσα σ' αυτήν κάθε συμβάν δεν οφείλεται στην τύχη, στη μοίρα, μα είναι ευφυές έργο των πολιτών. Δεν υπάρχει μέσα σ' αυτήν κανείς που να στέκεται να κοιτάζει από το παράθυρο ενώ οι λίγοι θυσιάζονται, κόβουν τις φλέβες τους. Ζω, είμαι ενταγμένος. Γι' αυτό μισώ αυτούς που δεν συμμετέχουν, μισώ τους αδιάφορους.

Μισώ τους αδιάφορους και γι' αυτό: γιατί με ενοχλεί το κλαψούρισμά τους, κλαψούρισμα αιωνίων αθώων. Ζητώ να μου δώσει λογαριασμό ο καθένας απ' αυτούς με ποιον τρόπο έφερε σε πέρας το καθήκον που του έθεσε και του θέτει καθημερινά η ζωή, γι' αυτό που έκανε και ειδικά γι' αυτό που δεν έκανε. Και νιώθω ότι μπορώ να είμαι αδυσώπητος, ότι δεν μπορώ να χαλαλίσω τον οίκτο μου, ότι δεν μπορώ να μοιραστώ μαζί τους τα δάκρυά μου.»

Δε μπορώ να πως ότι δεν έχω νιώσει την οργή που νιώθει ο Γκράμσι. Όμως που οδηγεί αυτή η θέση;

Έχουμε τους αδιάφορους και όσους νοιάζονται. Έχουμε αυτούς που νοιάζονται και κάτι κάνουν κι αυτούς που νοιάζονται μεν, αλλά δεν κάνουν παρά κριτική στους πάντες και τα πάντα - ενδεχομένως και αυτοκριτική. Κι αν θέλουμε το χωρίζουμε κι άλλο: Αυτοί που νοιάζονται και κάτι κάνουν, πόσο σημαντικό ή ανατρεπτικό είναι αυτό που κάνουν; Κάπως έτσι ξεσκαρτάρουμε από τους αγώνες το ΚΚΕ ή το ΣΥΡΙΖΑ ή τους ΟΙΚΟΛΟΓΟΥΣ ή το φίλο μας το Μήτσο που το παίζει ακτιβιστής…

Όμως, όταν είσαι μια μικρή ομάδα, μια ελίτ «ενταγμένων», συνειδητοποιημένων πολιτών, τι μπορείς να κάνεις για να αλλάξεις αυτούς που περιφρονείς; Την «άβουλη, άμυαλη μάζα» πως την κινητοποιείς; Να την αγνοήσεις δε γίνεται! Το «σύστημα» επιλέγει να την καθοδηγεί, να την ελέγχει. Αν δε βρούμε έναν διαφορετικό τρόπο, χωρίς περιφρόνηση και μίσος, σε τι διαφέρουμε από την ολιγαρχία που αντιπαλεύουμε; Ποιος μπορεί να είναι τελικά αυτός ο τρόπος και γιατί δεν τον έχουμε βρει τόσον καιρό;

Μια και δεν έχω απαντήσεις που να κάνουν για όλους και το βρίσκω άτοπο να περιγράφω τους προσωπικούς μου πειραματισμούς, περιορίζομαι να θέτω τα ερωτήματα και να μιλώ γενικόλογα. Ίσως κάποιος καλύτερος νους από το δικό μου να έχει την απάντηση. Στο μεταξύ προσπαθώ με το μόνο μέσο που κατέχω: την επικοινωνία. Μιλάω με όλους, ακούω προσεχτικά και ψάχνω να βρω τη διασταύρωση που εγώ έστριψα από δω κι ο συνομιλητής μου από κει.

Μέσα στην «άβουλη, άμυαλη μάζα», υπάρχουν εξαιρετικά ευφυείς, απελπισμένοι άνθρωποι, που δε βρίσκουν νόημα σε μια πορεία ή στα υπάρχοντα κόμματα ή στο συνδικαλισμό.

Νιώθουν μόνοι έχοντας αποδεχτεί ότι δεν υπάρχει σωτήρας, ούτε στο πρόσωπο ενός φωτισμένου ηγέτη ούτε σε κάποια από τις υπάρχουσες συλλογικότητες. «Τίποτα δε θα γίνει. Ποιος θα το κάνει; Όπως δεν το κάνω εγώ δεν το κάνει και κανείς άλλος.»



Πως θα βρουν ελπίδα και κίνητρο οι αδιάφοροι; Ποιο όραμα μπορεί να τους εμπνεύσει; Πως περνάμε από το ατομικό στο συλλογικό; Πως θα συνενοηθούν μεταξύ τους οι "ενταγμένοι", οι διάφορες συλλογικότητες;

Καθώς η Ελλάδα μετατρέπεται με γοργούς ρυθμούς σε μια αφόρητη δυστοπία, ερωτήματα σαν τα παραπάνω χρειάζεται να απαντηθούν επειγόντως. Διότι με το μίσος για τους αδιάφορους δε βλέπω να πηγαίνουμε στην ευτοπία. Δε βλέπω καν να μπορούμε να αντισταθούμε.





Δεν υπάρχουν σχόλια: